-
1 αμφίεσμα
-
2 ἀμφίεσμα
-
3 ἀμφίεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίεσμα
-
4 αμφίεσμ'
-
5 ἀμφίεσμ'
-
6 αμφιεσμάτων
-
7 ἀμφιεσμάτων
-
8 αμφιέσμασι
-
9 ἀμφιέσμασι
-
10 αμφιέσμασιν
-
11 ἀμφιέσμασιν
-
12 αμφιέσματα
-
13 ἀμφιέσματα
-
14 αμφιέσματι
-
15 ἀμφιέσματι
-
16 αμφιέσματος
-
17 ἀμφιέσματος
-
18 καίραμα
καίραμα· μέρος νεός, ἢ ἀμφίεσμα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίραμα
-
19 ἀγχίμαστρον
ἀγχί-μαστρον· ἀμφίεσμα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχίμαστρον
-
20 ἀμφίον
A = ἀμφίεσμα, S.Fr. 420 (anap.), D.H.4.76, Sch.Arat. 1073 (pl.):ἀμφία καὶ οἰκήσεις IG3.60
. (From ἀμφί, as ἀντίος from ἀντί; ἄμφιον acc. to Sch.D.T.p.196 H.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμφίεσμα — ἀμφίεσμα, το (Α) [ἀμφιέννυμι] 1. ενδυμασία, φόρεμα 2. στον πληθ. τα ἀμφιέσματα ενδύματα, ιματισμός … Dictionary of Greek
ἀμφίεσμα — garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίεσμ' — ἀμφίεσμα , ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιεσμάτων — ἀμφίεσμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσμασι — ἀμφίεσμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσμασιν — ἀμφίεσμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσματα — ἀμφίεσμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσματι — ἀμφίεσμα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιέσματος — ἀμφίεσμα garment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… … Dictionary of Greek
MONASTRIA — eadem cum Moniali. Hae, ut et Monachi, etiam pallium habuêre, nec muliebre quidem, sed virile, quod tamen prohibuerat XIII. Canon Gangrensis Synodi, his verbis: Εἴτις γυνὴ δὶ νομιζομένην ἄσκησιν μεταβάλλοιτο ἀμφίεσμα, καὶ ἀντὶ τοῦ ἐιωθότος… … Hofmann J. Lexicon universale