-
1 αμφιέσματι
-
2 ἀμφιέσματι
См. также в других словарях:
ἀμφιέσματι — ἀμφίεσμα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμφιέσματι
2 ἀμφιέσματι
ἀμφιέσματι — ἀμφίεσμα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)