-
1 ἀμφι-χαίνω
ἀμφι-χαίνω, umgähnen, ἐμὲ κὴρ ἀμφέχανε, der Tod verschlang mich, Il. 23, 79; vom drohenden Feinde Soph. Ant. 118 u. sp. D.
-
2 ἀμφιχαίνω
ἀμφι-χαίνω: yawn about, only aor. 2, ἐμὲ κὴρ ἀμφέχανε, has ‘engulfed’ me, Il. 23.79†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφιχαίνω
-
3 ἀμφιχαίνω
ἀμφι-χαίνω, umgähnen; vom drohenden Feinde -
4 αμφιχαινω
(aor. 2 ἀμφέχανα)1) поглощать, проглатывать(τινά Hom.)
2) разевать пасть, угрожать поглотить(ἑπτάπυλον στόμα, sc. Θήβας Soph.)
См. также в других словарях:
αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] … Dictionary of Greek