-
1 αμφιχαινω
(aor. 2 ἀμφέχανα)1) поглощать, проглатывать(τινά Hom.)
2) разевать пасть, угрожать поглотить(ἑπτάπυλον στόμα, sc. Θήβας Soph.)
См. также в других словарях:
αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] … Dictionary of Greek