Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμφι-φανής

См. также в других словарях:

  • αμφιφανής — ες (Α ἀμφιφανής) 1. αρχ. ο ορατός από παντού και από όλους, γνωστός σε όλους, περιφανής 2. (Αστρον.). Αμφιφανείς αστέρες λέγονται οι αστέρες που ανατέλλουν και δύουν, σε αντίθεση με τους αειφανείς* που δεν δύουν ποτέ και τους αφανείς* ή… …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»