-
1 ἀμφι-φανής
ἀμφι-φανής, ές, ringsum sichtbar, bekannt, Eur. Andr. 835; ἄστρα, = ἀμφιφαής, Ptolem.
-
2 ἀμφιφανής
ἀμφι-φανής, ringsum sichtbar, bekannt -
3 εὐ-λαβέομαι
εὐ-λαβέομαι, Dep. pass., tut. εὐλαβήσομαι, bei den LXX. auch εὐλαβηϑήσομαι, wie ein εὐλαβής handeln, bedächtig sein, sich in Acht nehmen; εὐλαβοῦ βρόμον, μή σ' ἀναρπάσῃ Aesch. frg. 181; εὐλαβοῦ δὲ μὴ φανῇς κακός Soph. Tr. 1119; absol., εὐλαβήϑητι O. R. 47; mit dem inf., εὐλαβούμενος πεσεῖν, sich hütend zu fallen, 616, wie Eur. εὐλαβοῦ λύσσης μετασχεῖν τῆς ἐμῆς Or. 791; εὐλαβεῖτο μὴ σώζειν φίλους 1059, wie Ar. εὐλαβώμεϑα τὸ λοιπὸν αὖϑις μὴ 'ξαμαρτάνειν ἔτι, hüten wir uns, nicht wieder zu fehlen, Lys. 1278; εὐλαβοῦ μή τι σὸν σφαλῇ στόμα Eur. Hipp. 100; εὐλαβοῦ μὴ 'κφύγῃ σε Ar. Equ. 253. – Plat. u. die Folgdn gew. mit folgendem μή, sowohl mit dem conj. od. optat., als mit dem inf.; εὐλαβεῖσϑε μή πη ἐξαπατήσω ὑμᾶς Plat. Rep. VI, 507 a; εὐλαβεῖσϑαι μὴ μοῖραν αἱρεῖσϑαι κρεῶν Charm. 155 d; εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ οἱχήσομαι Phaed. 91 c; auch c. acc., τὴν κύνα Ar. Lys. 1215; πενίαν ἢ πόλεμον Plat. Rep. II, 372 c, öfter; τὰς διαβολάς Isocr. 1, 17; τὰς μυίας Arist. H. A. 9, 5; εὐλαβηϑείς entspricht dem φροντίσας, Dem. 24, 109; c. int., Aesch. 1, 25; περί τι, Plat. Ion 537 a; περί τινος, D. Sic. 4, 73; ἀμφί τινι, Luc. Gall. 21; – τὸν ξενικὸν ϑεόν, scheuen, verehren, Plat. Legg. IX, 879 e; vgl. Περικλῆς τὸν δῆμον εὐλαβεῖτο Plut. Pericl. 7. – Wahrnehmen, καιρόν, den rechten Zeitpunkt benutzen, Eur. Or. 699; Moeris p. 144 erkl. εὐλαβ. im Sinne von φυλάττεσϑαι für attisch, im Sinne von φοβεῖσϑαι für hellenistisch. – Vom act. führt Phot. lex. εὐλάβησον u. εὐλαβῆσαι an.
См. также в других словарях:
αμφιφανής — ες (Α ἀμφιφανής) 1. αρχ. ο ορατός από παντού και από όλους, γνωστός σε όλους, περιφανής 2. (Αστρον.). Αμφιφανείς αστέρες λέγονται οι αστέρες που ανατέλλουν και δύουν, σε αντίθεση με τους αειφανείς* που δεν δύουν ποτέ και τους αφανείς* ή… … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek