-
1 ἀμφι-πιάζω
ἀμφι-πιάζω, dor. für - πιέζω, zusammendrücken, Theocr. Ep. 6 (IX, 432) ἀμφεπίαξε.
-
2 ἀμφιπιάζω
-
3 αμφιπιαζω
См. также в других словарях:
αμφιπιάζω — ἀμφιπιάζω (Α) συνθλίβω, πιέζω, σφίγγω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πιάζω, δωρ. τ. τού πιέζω] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek