-
1 αμφεπιαξε
-
2 αμφεπίαξε
-
3 ἀμφεπίαξε
-
4 ἀμφι-πιάζω
ἀμφι-πιάζω, dor. für - πιέζω, zusammendrücken, Theocr. Ep. 6 (IX, 432) ἀμφεπίαξε.
-
5 ἀμφιπιάζω
A squeeze all round, hug closely, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιπιάζω
См. также в других словарях:
ἀμφεπίαξε — ἀμφιπιέζω aor ind act 3rd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)