-
1 αμφιδρυφης
2( в отчаянии) исцарапавший себя, нанесший себе раны(ἄλοχος Hom.)
πολλὰς Ἀργείων ἀμφιδρυφέας θεῖναι Her. — повергнуть в скорбь многих аргивянок
См. также в других словарях:
αμφιδρυφής — ἀμφιδρυφής, ές (Α) ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»] … Dictionary of Greek