-
1 ἀμφι-δρυφής
ἀμφι-δρυφής, ές, dasselbe, Hom. einmal, ἄλοχος Il. 2, 700, die sich vor Trauer beide Wangen zerkratzt hat; Orac. bei Her. 6, 77.
-
2 ἀμφίδρυπτος
ἀμφί-δρυπτος, ἀμφι-δρυφής, ἀμφί-δρυφος, rings, ganz zerfleischt, zersetzt -
3 ἀμφιδρυφής
ἀμφί-δρυπτος, ἀμφι-δρυφής, ἀμφί-δρυφος, rings, ganz zerfleischt, zersetzt -
4 ἀμφίδρυφος
ἀμφί-δρυπτος, ἀμφι-δρυφής, ἀμφί-δρυφος, rings, ganz zerfleischt, zersetzt
См. также в других словарях:
αμφιδρυφής — ἀμφιδρυφής, ές (Α) ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»] … Dictionary of Greek