-
1 ἀμφιέζω
ἀμφιέζω (Hellen. by-form w. ἀμφιάζω q.v. [s. also ἀμφιέννυμι]; An. Ox. II 338 τὸ μὲν ἀμφιέζω ἐστὶ κοινῶς, τὸ δὲ ἀμφιάζω δωρικόν=‘ἀμφιέζω’ is used in the vernacular, and ‘ἀμφιάζω’ is Doric) clothe Lk 12:28 (the mss. vary betw. ἀ., ἀμφιέζει, ἀμφιέννυσιν). Cp. B-D-F §29, 2; 73; 101; W-S. §15; Mlt-H. 68; 228; Rdm. 44; 225. -
2 αμφιεζω
-
3 αμφιέζω
-
4 ἀμφιέζω
-
5 ἀμφιέζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιέζω
-
6 ἀμφιέζω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμφιέζω
-
7 μεταμφιεζω
-
8 ἀμφιάζω
A- άσω Alciphr.3.42
: [tense] aor.ἠμφίασα AP7.368
(Eryc.), OGI200.24 ([place name] Axum), Polyaen.1.27.2 (v.l.), ([etym.] μετ-) Philostr.Her.Prooem.2: [tense] pf. ἠμφίακα ([etym.] συν-) Clearch.25:—[voice] Med., [tense] fut. - άσομαι ([etym.] μετ-) Luc.Herm.86 codd.: [tense] aor.ἠμφιασάμην Apollod. 2.1.2
, etc.: [tense] pf. ἠμφίασμαι in med. sense ([etym.] μετ-) D.S.16.11 (v.l.):— ἀμφιέζω is a common v.l.: (perh. from ἀμφί, as ἀντιάζω from ἀντί):— later word for ἀμφιέννυμι, ciothe, τινά Plu.l.c.;ἱματίοις τινά Alciphr.
l.c.: metaph., of the grave, ὀστέα ἠμφίασεν APl.c.;σοφίαν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a
:—[voice] Med., put on,ἀμφιάσασθαί τι LXXJb.40.10
, Apollod. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιάζω
-
9 ἀμφιάζω
Grammatical information: v.Meaning: `clothe, put on' (Alcipht.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,98Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμφιάζω
-
10 ἀμφιάζω
ἀμφιάζω (Hellen. for ἀμφιέννυμι, s. Schwyzer I 244; Plut., C. Gracch. 835 [2, 3 Z.] v.l.; Vett. Val. 64, 9; Alciphron 3, 6, 3; OGI 200, 24; Sb 6949, 24; PIand 62, 14; LXX; Jos., Bell. 7, 131, Ant. 10, 11; AcThom 7 [Aa II/2, 110, 13]; Mel., P. 47, 330 ὁ κύριος … τὸν πάσχοντα ἀμφιασάμενος) by-form with ἀμφιέζω (q.v.) clothe Lk 12:28 v.l. [N.25 in text].—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
αμφιέζω — ἀμφιέζω (ΑΜ) αμφιέννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. τού ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀμφιάζω*. ΠΑΡ. ἀμφίεσις ( η), αρχ. ἀμφιεσμός] … Dictionary of Greek
ἀμφιέζω — ἀμφιάζω ciothe pres subj act 1st sg ἀμφιάζω ciothe pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιάζω — ἀμφιάζω (Α) (μεταγενέστερο αντί τού ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + άζω, αναλογικά με τα ρ. σε άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek