-
1 αμφιπιαζω
-
2 ἀμφιπιάζω
A squeeze all round, hug closely, [τὰν χίμαρον] χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος Theoc.Ep.6.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιπιάζω
-
3 ἀμφιπιάζω
-
4 αμφεπιαξε
См. также в других словарях:
αμφιπιάζω — ἀμφιπιάζω (Α) συνθλίβω, πιέζω, σφίγγω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πιάζω, δωρ. τ. τού πιέζω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek