-
1 αμφεκαλύφθη
-
2 ἀμφεκαλύφθη
-
3 ἀμφικαλύπτω
I c.acc., enwrap, enfold, of garments, Il.2.262; of a coffin,ἀ. ὀστέα 23.91
; ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον received within it, Od.8.511, cf. 4.618; ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε love enfolded my senses, Il.3.442; , cf. 12.116; ; ; [ὕπνος] βλέφαρ' ἀμφικαλύψας Od.5.493
; of a wave, overwhelm, A.R.l.c.:—in [voice] Pass.,ἀμφικεκαλύφθαι ἀμφιέσμασι Hp.Mul.2.133
.II ἀ. τί τινι put round any one as a veil, cover, or shelter,ἀ. σάκος τινί Il.8.331
;νέφος τινί 14.343
; νύκτα μάχῃ ἀ. throw the mantle of night over the battle, 5.506; ὄρος πόλει ἀ. overshadow a city with a mountain, Od. 8.569.III after Hom., ἀ. τινά τινι surround one with,φύλλοις κνήμας Batr. 161
, cf. Opp.H.1.746:—[voice] Pass., ἀμφεκαλύφθη κρᾶτα λέοντος χάσματι he had his head covered with lion's jaws, E.HF 361.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφικαλύπτω
См. также в других словарях:
ἀμφεκαλύφθη — ἀμφικαλύπτω enwrap aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινωτίζω — ἐπινωτίζω (Α) [νωτίζω] 1. ρίχνω πάνω στα νώτα, στις πλάτες («πυρσῷ δ’ ἀμφεκαλύφθη ξανθὸν κρᾱτ’ ἐπινωτίσας δεινῷ χάσματι θηρός», Ευρ.) 2. επιτίθεμαι από τα νώτα 3. μέσ. ἐπινωτίζομαι παίρνω κάποιον στις πλάτες μου … Dictionary of Greek