Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμφίσκιος

См. также в других словарях:

  • αμφίσκιος — ἀμφίσκιος, ον (Α) 1. (για τη διακεκαυμένη ζώνη) αυτός που ρίχνει τη σκιά του προς δύο αντίθετα μέρη (άλλοτε προς τον Βορρά και άλλοτε προς τον Νότο) 2. ο πολύ αποσκιερός, βαθύσκιωτος 3. (το αρσενικό στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) οἱ ἀμφίσκιοι οι… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίσκιος — throwing shadow both ways masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίσκιον — ἀμφίσκιος throwing shadow both ways masc/fem acc sg ἀμφίσκιος throwing shadow both ways neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισκίοις — ἀμφίσκιος throwing shadow both ways masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισκίου — ἀμφίσκιος throwing shadow both ways masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισκίους — ἀμφίσκιος throwing shadow both ways masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισκίων — ἀμφίσκιος throwing shadow both ways masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίσκιοι — ἀμφίσκιος throwing shadow both ways masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • anfiscio — anfiscio, a (del lat. «amphiscĭus», del gr. «amphískios») adj. y n., gralm. pl. Se aplica a los *habitantes de la zona tórrida, que proyectan su sombra hacia el norte o hacia el sur, según la estación del año. * * * anfiscio, cia. (Del lat.… …   Enciclopedia Universal

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՍՏՈՒԵՐԵԱՆ — ( ) NBH 1 0699 Chronological Sequence: Early classical ա. ἁμφίσκιος undique umbram habens Ունօղ զկրկին ստուերս. *Ստուերքն յերկուց կողմանցն երեւին, եւ այնպէս անուանեն զաւուրս, երկստուերեան աւուրք. Վեցօր. ՟Զ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»