Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμυστίζω

См. также в других словарях:

  • αμυστίζω — ἀμυστίζω (Α) [ἄμυστις] πίνω μονορούφι, με μια γουλιά …   Dictionary of Greek

  • ἀμυστίζειν — ἀμυστίζω drink at one draught pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠμύστισα — ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] …   Dictionary of Greek

  • εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] …   Dictionary of Greek

  • κἀξημύστισεν — ἐξημύστισεν , ἐκ ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξημύστισε — ἐκ ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»