Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμυντῆρες

См. также в других словарях:

  • ἀμυντῆρες — ἀμυντήρ defender masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμυντήρ — ἀμυντὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής 2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων τού ελαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»