Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μύνη

См. также в других словарях:

  • μύνη — μύνη, ἡ (Α) πρόφαση, δικαιολογία («ἀλλ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε» εμπρός, μην αναβάλλετε με προφάσεις, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με τους τ. ἀμύνω*, ἀμεύσασθαι] …   Dictionary of Greek

  • μύνη — excuse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύνην — μύνη excuse fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύνης — μύνη excuse fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύνῃσι — μύνη excuse fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύνας — μύνᾱς , μύνη excuse fem acc pl μύνᾱς , μύνη excuse fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυνάομαι — και μύνομαι (Α) [μύνη] μεταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • τευχήτωρ — ορος, ὁ, Μ τευχηστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (για το η τού τ. πρβλ. τεύχημα) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • τεχνήτωρ — ορος, ὁ, Α κατασκευαστής, δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τεχνη τού τεχνῶμαι (πρβλ. μέλλ. τεχνή σομαι) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»