-
1 ἀμυδρήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυδρήεις
См. также в других словарях:
ροιζήεις — εσσα, εν, Α 1. θορυβώδης, οξύς 2. αυτός που κινείται με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοῖζος «θορυβώδης ήχος, ορμητική κίνηση» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ἀμυδρ ήεις)] … Dictionary of Greek