Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμπυκτήρ

См. также в других словарях:

  • αμπυκτήρ — ἀμπυκτήρ ( ῆρος), ο (Α) [ἄμπυξ] χαλινάρι, γκέμια αλόγου …   Dictionary of Greek

  • ἀμπυκτῆρας — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκτῆρες — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκτῆρσιν — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκτήρια — ἀμπυκτήρ horse s bridle neut nom/voc/acc pl ἀμπυκτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπυκτήριον — ἀμπυκτήριον, το (Α) [ἀμπυκτήρ] ο ἀμπυκτήρ …   Dictionary of Greek

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • ἀμπυκτήρι' — ἀμπυκτήρια , ἀμπυκτήρ horse s bridle neut nom/voc/acc pl ἀμπυκτήρια , ἀμπυκτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»