-
1 ἀμπυκτήρ
-
2 αμπυκτηρ
-
3 ἀμπυκτήρ
ἀμπυκτήρ, Pferdezaum, eigtl. nur das Stirnblatt an demselben -
4 ἀμπυκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπυκτήρ
-
5 αμπυκτηρια
τά Soph. = ἀμπυκτήρ См. αμπυκτηρ -
6 αμπυκτήρας
-
7 ἀμπυκτῆρας
-
8 αμπυκτήρες
-
9 ἀμπυκτῆρες
-
10 αμπυκτήρσιν
-
11 ἀμπυκτῆρσιν
-
12 αμπυκτήρι'
ἀμπυκτήρια, ἀμπυκτήρhorse's bridle: neut nom /voc /acc plἀμπυκτήρια, ἀμπυκτήριονneut nom /voc /acc pl -
13 ἀμπυκτήρι'
ἀμπυκτήρια, ἀμπυκτήρhorse's bridle: neut nom /voc /acc plἀμπυκτήρια, ἀμπυκτήριονneut nom /voc /acc pl -
14 αμπυκτήρια
-
15 ἀμπυκτήρια
См. также в других словарях:
αμπυκτήρ — ἀμπυκτήρ ( ῆρος), ο (Α) [ἄμπυξ] χαλινάρι, γκέμια αλόγου … Dictionary of Greek
ἀμπυκτῆρας — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπυκτῆρες — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπυκτῆρσιν — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπυκτήρια — ἀμπυκτήρ horse s bridle neut nom/voc/acc pl ἀμπυκτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπυκτήριον — ἀμπυκτήριον, το (Α) [ἀμπυκτήρ] ο ἀμπυκτήρ … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
ἀμπυκτήρι' — ἀμπυκτήρια , ἀμπυκτήρ horse s bridle neut nom/voc/acc pl ἀμπυκτήρια , ἀμπυκτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)