-
1 ἀμπλακίσκω
1 miss, fall short of c. gen.ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
-
2 ἀμπλακίσκω
Grammatical information: v.Meaning: `miss, fail; lose; sin' (Archil.).Other forms: also ἀμβλακίσκω; late and rare present to aor. ἤμπλακον ( ἤμβ-), perf. Pass. ἠμπλάκημαι. Note ἀπλακών (E. Alc. 242, IA 124), ἀναπλάκητος (S. OT 472).Dialectal forms: not AtticOrigin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Compared with ἀμβλίσκω, which DELG rejects both as regards the form and the meaning. Not to βλάξ either. S. J. Schmidt KZ 37, 28f., Schwyzer 210: 4. Both the presence \/ absence of the nasal and the variation voiced \/ voiceless is typical for substr. words; s. Fur. 281f. (to πλάζομαι Blanc, Nomina rerum 79-85.)Page in Frisk: 1,95-96Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμπλακίσκω
-
3 ἀμπλακίσκω
A v. ἀμπλακεῖν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπλακίσκω
-
4 ἀμπλακεῖν
Aἤμβλακον Archil.73
, Ibyc.24), part. ἀμπλ- and ἀπλ-ακών (v. infr.): [tense] pf. [voice] Pass.ἠμπλάκημαι A.Supp. 916
:—[tense] pres. only later [full] ἀμπλακίσκω, [dialect] Dor. [full] ἀμβλακίσκω Theag. ap. Stob.3.1.117: [dialect] Dor. [tense] impf.ἀμβλάκισκον Phint.
ap. eund.4.23.61 ( ἀμβλακεύω is v.l. for βλακεύω in Hp.Art.17; cf. βλάξ):I c. gen., miss, fail or come short of,ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O.8.67
, cf. S.Ant. 554, 1234.2 lose, be bereft of, εἰ τοῦδ' ἤμπλακον (sc. παιδός) ib. 910;νόστου Simon.119
;ἀρίστης ἀπλακὼν ἀλόχου E.Alc. 242
;λέκτρων ἀπλακών Id.IA 124
.II abs., do amiss, sin, err,παρ θεοῖς Ibyc. 24
, cf. Archil.73, E.Hipp. 892, Andr. 948, etc.: c. neut. pron., ὡς τάδ' ἤμπλακον when I committed these sins, A.Ag. 1212:—[voice] Pass.,τί δ' ἠμπλάκηται τῶνδέ μοι; Id.Supp. 916
.—Not in Hom. [suff] ἀμπλᾰκ-ημα, τό, error, fault, A.Pr. 112, 388, S.Ant.51, etc.—Poet. and late Prose, Plu. 2.226e, Thd.Da.6.4:—metri gr., [full] ἀπλάκημα A.Eu. 934.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπλακεῖν
-
5 ἀμβλακίσκω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμβλακίσκω
См. также в других словарях:
αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
αμπλάκημα — ἀμπλάκημα, το (Α) σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρέμφατο αορ. β τού μτγν. ἀμπλακίσκω)] … Dictionary of Greek
αμπλάκιον — ἀμπλάκιον, το (Α) το αμπλάκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β τού μτγν. ἀμπλακίσκω)] … Dictionary of Greek
αμπλακία — ἀμπλακία, η (Α) το ἀμπλάκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β του μτγν. ἀμπλακίσκω)] … Dictionary of Greek
αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος … Dictionary of Greek