-
1 ἀμοργίτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοργίτας
-
2 ἀμόρα
Grammatical information: f.Derivatives: ἀμορίτης ἄρτος (LXX), aslo written ἀμορβίτης (Ath.) and ἀμοργίτας πλακοῠντας H., both = ἀμορϜίτης, with suffix -ῑτης.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,94Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμόρα
См. также в других словарях:
αμόρα — ἀμόρα, η (Α) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι β και γ αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: *αμορFα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)] … Dictionary of Greek