-
1 αμορβίτης
-
2 ἀμορβίτης
-
3 ἀμορβίτης
-
4 ἀμορβίτης
-
5 ἀμορβίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμορβίτης
-
6 ἀμοργίτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοργίτας
-
7 ὁμορίτας
ὁμορίτας· ἄρτος ἐκ πυροῦ διηττημένου γεγονώς, Hsch. (Cf. ἀμορβίτης, ἀμορίτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμορίτας
-
8 ἀμόρα
Grammatical information: f.Derivatives: ἀμορίτης ἄρτος (LXX), aslo written ἀμορβίτης (Ath.) and ἀμοργίτας πλακοῠντας H., both = ἀμορϜίτης, with suffix -ῑτης.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,94Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμόρα
-
9 ἀμορβός
Grammatical information: m. f.Meaning: `follower, shepherd' (Call.).Derivatives: Adj. ἀμορβαῖος said of χαράδραι (Nic. Th. 28, 489), meaning unclear; scholiasts render it with ποιμενικαί or σκοτεινώδεις (just guesses?); cf. EM 85, 20: ἀμορβης καὶ ἀμορβές σημαινει τὸ μεσονύκτιον παρὰ την ὄρφνην.... σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον. - ἀμορβίτης see ἀμόρα.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. See Pisani Ist. Lomb. 77, 541 (whose own explanation as *ἁμορ-β-ός, to ἁμαρ-τή (from *ἁμαρ-στη) and βῆναι is most improbable).Page in Frisk: 1,94-95Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμορβός
См. также в других словарях:
αμορβίτης — ἀμορβίτης, ο (Α) ο αμορίτης* … Dictionary of Greek
ἀμορβίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμορίτης — ἀμορίτης και ἀμορβίτης και ἀμοργίτης, ο (Α) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμόρα + κατάλ. ίτης*. Ο τ. ἀμορβίτης διασώζει (διαλεκτικώς) ως β το F που υπήρχε στην πρωτόθετη λ. *αμορFα (πρβλ. κ. ἀμόρα). Το ίδιο ισχύει και για το γ τού παράλληλου τ.… … Dictionary of Greek
αμόρα — ἀμόρα, η (Α) είδος γλυκίσματος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι β και γ αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: *αμορFα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)] … Dictionary of Greek