-
1 ἀμνο-φόρος
ἀμνο-φόρος, νεβρός, mit einem Lamme trächtig, Theocr. 11, 41, v. l. μαννοφόρος.
-
2 ἀμνο-κῶν
-
3 ἀμνοκόπος
ἀμνο-κόπος· ποιμήν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμνοκόπος
-
4 ἀμνοκῶν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμνοκῶν
-
5 ἀμνοκῶν
-
6 ἀμνοφόρος
-
7 ἀνακῶς
Grammatical information: adv.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From *ἀνα-κόως, from *ἀνα-κόος, verbal adjective to *ἀνα-κοέω `look after', s. κοέω. Cf. ἀμνο-κῶν lit. "sheepwatcher" (Ar.), \< *ἀμνο-κόων; Debrunner GGA 1910, 6. - Improbable Fraenkel, Gnomon 23, 373: from ἄναξ as `protector, helper'.Page in Frisk: 1,101Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνακῶς
-
8 αμνοκων
-
9 μαννοφόρος
μαννοφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαννοφόρος
-
10 μανιάκης
Grammatical information: m.Meaning: `golden collar, worn by Persians and Gaulish' (Plb., LXX, Pln.),Compounds: μαννο-φόρος (Theoc. 11, 41; v. l. for ἀμνο-).Derivatives: Dimin. - ιάκιον (sch. Theoc. 11, 41), also μανάκιν (pap.). Besides μάννος μόννος m. `collar' (Poll.),Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like μανδάκης, γαυνάκης (s. vv.). Gaulish word (cf. e.g. OIr. muin-torc `collar', OWelsh minci `collar for horses' etc.) with cognates in Lat. monīle `collar', OHG menni `neck ornament' etc.; WP. 2, 305, Pok. 747 f., W.-Hofmann s. monīle. (Relation with μόναπος seems improbable; s.v.) - The other IE languages must then have it from the same or a related source. R. Schmidt Sprache 13(1967)61-64 connects Av. zarǝnu-maini- `with golden collar' (thus Belardi, Studia Pagliaro 1, 189-211); s. also Kronasser, St. Pagliaro 3, 61. Cf. Arm. maneak `collar', with IIr. suffix - aka-. So of Iranian origin. But the variants μάννος, μόννος rather point to a non-IE word (as prob. the suffix -( ι)ακ-); note also the geminate - νν-. So quite unclear.Page in Frisk: 2,171Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μανιάκης
См. также в других словарях:
αμνείος — ἀμνεῑος, εία, εῖον, (Α) [ἀμνός] αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος … Dictionary of Greek
ύπαρνος — ον, Α 1. αυτός που έχει από κάτω του, δηλαδή θηλάζει, αμνό 2. μτφ. αυτός που θηλάζει βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο»] … Dictionary of Greek
αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… … Dictionary of Greek
Πράντο, μουσείο του- — Η μεγαλύτερη εθνική συλλογή έργων τέχνης της Ισπανίας και ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου. Ιδρύθηκε το 1808 και εγκαινιάστηκε το 1819 όταν στεγάστηκε σε ένα μέγαρο νεοκλασικού ρυθμού, χτισμένο στο τέλος του 18ου αι. από τον… … Dictionary of Greek
αμνός — ο το μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)