Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμνο-

См. также в других словарях:

  • αμνείος — ἀμνεῑος, εία, εῖον, (Α) [ἀμνός] αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος …   Dictionary of Greek

  • ύπαρνος — ον, Α 1. αυτός που έχει από κάτω του, δηλαδή θηλάζει, αμνό 2. μτφ. αυτός που θηλάζει βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο»] …   Dictionary of Greek

  • αμνός του Θεού — Η λέξη αμνός χρησιμοποιείται συμβολικά στη χριστιανική τέχνη και στη λειτουργική. Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη χρησιμοποιείται και στην κυριολεξία της. Στη συμβολική της έννοια είναι προσωνυμία του Μεσσία, για την πραότητα και την ανεξικακία του.… …   Dictionary of Greek

  • Πράντο, μουσείο του- — Η μεγαλύτερη εθνική συλλογή έργων τέχνης της Ισπανίας και ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου. Ιδρύθηκε το 1808 και εγκαινιάστηκε το 1819 όταν στεγάστηκε σε ένα μέγαρο νεοκλασικού ρυθμού, χτισμένο στο τέλος του 18ου αι. από τον… …   Dictionary of Greek

  • αμνός — ο το μικρό αρσενικό πρόβατο, το αρνάκι: Στο χωριό θα έτρωγαν και τον πατροπαράδοτο πασχαλινό αμνό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»