Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμιχθαλόεσσα

См. также в других словарях:

  • ἀμιχθαλόεσσα — ἀμιχθαλόεις inhospitable fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»