-
1 αμιγή
ἀμιγήςunmixed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμιγήςunmixed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμιγήςunmixed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 ἀμιγῆ
ἀμιγήςunmixed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμιγήςunmixed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμιγήςunmixed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
3 πέρας
A end, limit, boundary,I in local sense,ἐκ περάτων γᾶς Alc.33.1
, cf. Th.1.69;π... αὔλ<ε>ιος θύρα ἐλευθέρα γυναικὶ νενόμιστ' οἰκίας Men.546
; τὸ π. tip,τοῦ αἰδοίου Arist. GA 773a21
; [ τῆς ῥινός] Gal.18(2).28; τισὶ τὰ π. ἀλγέει the extremities, Aret.SD1.7.IIgenerally, limit, either opp. ἀρχή, Arist.Ph. 264b27, or including it,τελευτή γε καὶ ἀρχὴ π. ἑκάστου Pl.Prm. 137d
, cf. Arist.GA 777b29, Metaph. 1022a4;οὐκ ἔχων π. κακῶν E.Andr. 1216
, cf.Or. 511, A.Pers. 632, Lys.12.88, etc.;π. ἅπασιν ἀνθρώποις ἐστὶ τοῦ βίου θάνατος D.18.97
, cf. Arist.EN 1115a26;εἰ π. μηδὲν ἔσται σφίσι τοῦ ἀπαλλαγῆναι τοῦ κινδύνου Th.7.42
; π. ἔχειν, = περαίνεσθαι, come to an end, Isoc.4.5, Lycurg.60, etc.;π. λαμβάνειν Plb.5.31.2
; ἐπιθεῖναι τῇ γενέσει π. Arist.GA 776a4;ἐν π. εἶναι Thphr.CP5.18.2
.2 perfection of a thing,τὸ π. τῆς μαγειρικῆς.. εὑρηκέναι Hegesipp.Com. 1.4
, cf. 10, Posidipp.26.17.b Philos., τὸ τῶν ἀγαθῶν π., τὰ π. τῆς ἡδονῆς, Epicur.Ep.3p.65U., Sent.20;ἐν τῷ κατὰ φύσιν π. κατακέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8
.3 end, object, εὐχῆς, ἐλπίδος, Luc.Harm.2 sq.4 Philos., that which limits or has limits, opp. τὸ ἄπειρον, Pythag. ap. Arist.Metaph. 986a23, Pl.Phlb. 30a, etc.;τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀμιγῆ π. [τῆς ἀτόμου] Epicur.Ep.1p.17U.
: Com., of a person, τὸν καλούμενον Π. Philosteph.Com.1.3.III final decision, [οἱ] τὸ π. ἔχοντες τῶν ἐν τῇ πόλει ἁπάντων δικαίων the supreme court, from which there is no appeal, Din.3.16. -
4 ἀκυντόν
-ἀκυντόν· ἀπρόσιτον, Id. [full] ἄκυον· ἀτόκιον, Id. [full] ἄκυπρον ([etym.] Κύπρις) · ἀμιγῆ, παρθένιον, Id. [full] ἀκύρβιστος, ον, prob.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκυντόν
См. также в других словарях:
ἀμιγῆ — ἀμιγής unmixed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμιγής unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμιγής unmixed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
непримѣсьнъ — (8*) пр. Не смешанный (с чемл.), непричастный (к чемул.): свѣтла же зѣло молитва непримѣсна мысли земьныихъ. Изб 1076, 50; то же ЗЦ к. XIV, 71а; а понеже плоти ѥсть непримѣсенъ б҃ъ. ГБ XIV, 9г; да буди женитва свѣтла. и любъвами сквернами… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μονότροπος — η, ο (ΑΜ μονότροπος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά έναν και μοναδικό τρόπο, ο ενός μόνο είδους, μονότονος νεοελλ. 1. φυσ. χημ.) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής μονοτροπίας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονότροπα βοτ. γένος… … Dictionary of Greek
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek