-
1 αμελως
беззаботно, беспечно; нерадиво, небрежно, невнимательно(φυλάσσειν Thuc.; διαλέγεσθαι περί τινος Plut.)
-
2 αμελεστερον
compar. к ἀμελῶς См. αμελως
См. также в других словарях:
ἀμελῶς — ἀμελής careless adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… … Dictionary of Greek
небрежениѥ — НЕБРЕЖЕНИ|Ѥ (143), ˫А с. 1.Отсутствие заботы, прилежания; небрежность: а понѥже нѣции иночьскыи приимъше образъ. цр҃квьны˫а и градьскы˫а съдѣвають вешти. ходѧште по нѥбрѣжению въ градѣхъ. (ἀδιαφόρως) ΚΕ XII, 32а; ˫ако же бо небрѣжениѥмь видимъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нелѣнивѣ — (1*) нар. Усердно, с рвением: Блюдѣте прочеѥ кождо како служенью предъстоите службы г(с)нѧ нелѣнивѣ. не влачащесѧ (μὴ ἀμελῶς) ФСт XIV, 62в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неприлежьно — (1*) нар. Небрежно: вс˫а приходѧ вид˫ашетьс˫а... на цр҃квьноѥ же съвъкѹплѣниѥ. ли неприлѣжьно им˫аше. (ἀμελῶς) ЖФСт XII, 50. Ср. прилежьно … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άσπουδος — ἄσπουδος, ον (Α) [σπουδή] Ι. 1. αυτός που δεν επιδιώκει κάτι σπουδαίο, που δεν έχει φιλοδοξίες 2. εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να επιζητεί, ρ ασπούδαστος 3. ο αμελής, ο ράθυμος II. επίρρ. ἀσπούδως χωρίς φροντίδα, αμελώς … Dictionary of Greek
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
επαιωρώ — ἐπαιωρῶ, έω (Α) 1. κρατώ κάτι μετέωρο πάνω από κάποιον 2. μέσ. αιωρούμαι, κρέμομαι από κάτι, επιπλέω 3. μέσ. επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. μέσ. διεξάγω κάτι αμελώς, με νωθρότητα («ἐπηωρεῑτο τῷ πολέμῳ», Πλούτ.) 5. μέσ. αυξάνω, εξογκώνομαι 6 … Dictionary of Greek
επιρρεμβώς — ἐπιρρεμβῶς (Α) επίρρ. με νωχέλεια, με ραθυμία, αμελώς, αφρόντιστα … Dictionary of Greek
επισεσυρμένως — ἐπισεσυρμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού επισύρω*) αμελώς, με αδιαφορία, με οκνηρία … Dictionary of Greek
ερημοσκόπος — ἐρημοσκόπος, ὁ (Α) 1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + σκοπός] … Dictionary of Greek