-
1 μειλικτός
μειλικτόςmingled: masc nom sg -
2 μειλικτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειλικτός
-
3 παν-α-μείλικτος
παν-α-μείλικτος, ganz unmild, gar nicht zu besänftigen, δράκαινα, Opp. Cyn. 3, 223.
-
4 εὐ-μείλικτος
εὐ-μείλικτος, = Folgdm, Hesych. u. Sp.
-
5 δυς-μείλικτος
δυς-μείλικτος, unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.
-
6 ἀ-μείλικτος
ἀ-μείλικτος, nicht erweicht (adj. verb. von μειλίσσω), hart; Hom. zweimal, Iliad. 11, 137. 21, 98 ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν (-εν); – δεσμοί Hes. Th. 659; Anth. ἰόν Anyt. 23 ( App. 6); Zeus Ap. Rh. 3, 337; Sp.
-
7 μειλικτούς
μειλικτόςmingled: masc acc pl -
8 αμειλικτος
-
9 δυσμειλικτος
-
10 δυσμείλικτος
δυσ-μείλικτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσμείλικτος
-
11 ἀμείλικτος
ἀ-μείλικτος ( μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμείλικτος
-
12 ἀμείλικτος
ἀ-μείλικτος, nicht erweicht, hart -
13 δυςμείλικτος
-
14 εὐμείλιχος,
εὐ-μείλιχος, u. εὐ-μείλικτος, leicht zu besänftigen -
15 εὐμείλικτος
εὐ-μείλιχος, u. εὐ-μείλικτος, leicht zu besänftigen -
16 παναμείλικτος,
παν-α-μείλικτος, u. παν-α-μείλιχος, ganz unmild, gar nicht zu besänftigen -
17 παναμείλιχος
παν-α-μείλικτος, u. παν-α-μείλιχος, ganz unmild, gar nicht zu besänftigen
См. также в других словарях:
μειλικτός — μειλικτός, ή, όν (Α) [μειλίσσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να καταπραΰνει ή να εξιλεώσει … Dictionary of Greek
μειλικτός — mingled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτούς — μειλικτός mingled masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλικτικός — μειλικτικός, ή, όν (Α) [μειλικτός] ο μειλικτήριος*. επίρρ... μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο … Dictionary of Greek