Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-μείλικτος

См. также в других словарях:

  • μειλικτός — μειλικτός, ή, όν (Α) [μειλίσσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να καταπραΰνει ή να εξιλεώσει …   Dictionary of Greek

  • μειλικτός — mingled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλικτούς — μειλικτός mingled masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλικτικός — μειλικτικός, ή, όν (Α) [μειλικτός] ο μειλικτήριος*. επίρρ... μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»