-
1 Αμβρόσιον
-
2 Ἀμβρόσιον
-
3 αμβρόσιον
ἀμβρόσιοςimmortal: masc acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sgἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀμβρόσιον
ἀμβρόσιοςimmortal: masc acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sgἀμβρόσιοςimmortal: masc /fem acc sgἀμβρόσιοςimmortal: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀμβρόσιος
1 divine, heavenlyὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων N. 8.1
λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας Pae. 9.35
μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων i. e. of poetry P. 4.299 -
6 καλλίκρανος
καλλίκρανος, -ον -
7 μελιγαθής
1 delighting like honey μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ fr. 198b. -
8 Τιλφῶσσα
a spring, where there was a shrine to Apollo. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b, cf. Strabo, 9. 2. 27, παρατίθησι γοῦν (sc. ὁ Πίνδαρος) τὴν Τιλφῶσσαν κρήνην ὑπὸ τῷ Τιλφωσσίῳ ὄρει ῥέουσαν πλησίον Ἁλιάρτου καὶ Ἀλαλκομένων. -
9 ὕδωρ
1 waterἄριστον μὲν ὕδωρ O. 1.1
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν O. 1.48
οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.64
ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73
ἀριστεύει μὲν ὕδωρ O. 3.42
( Θήβαν)τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.85
λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.51
οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας O. 11.2
Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι O. 14.1
Ἀμένα πὰρ ὕδωρ P. 1.67
ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς P. 5.31
Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται P. 9.88
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἄντιον (i. e. αἶνον ἄντιον φθόνῳ, v. infra) N. 1.24ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ N. 3.3
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία N. 4.4
ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας Pae. 6.7
ὑδάτλτ;εσςγτ;ι δ' ἐπ Ἀσωποῦ (G—H: ὕδατι Π.)Πα.. 13. νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον Pae. 9.18
κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον δωρ *fr. 104b. 2.* κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ Θρ.. 1. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. of song, (cf. N. 1.24, O. 6.85, παγός, ῥοά, ῥόθιον, χεῦμα)ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ, τὸ βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτειλαν παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.74
-
10 εἶδαρ
A food, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ., of the horses of the gods, Il.5.369, 13.35; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, on the table, Od.1.140, 4.56, etc.; ἄνθινον εἶ., of the Lotophagi, 9.84; μελίσσης ἄνθιμον εἶ., of honey-cakes, Orph.L. 735, cf. Theoc.15.115. ( ἔδϝαρ, cf. ἔδαρ, ἔδω.) -
11 ἑανός
A fine, of fabrics and materials for wearing, ἑᾱνῷ λιτί with fine linen, Il.18.352, 23.254;πέπλος ἑᾱνός 5.734
, 8.385; ἑᾱνοῦ κασσιτέροιο tin beaten out fine, 18.613;ἱμάτιον Sapph.
(?)122.II as Subst., [full] ἑᾰνός, ὁ, fine robe, once in nom.,ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιος ἑᾰνὸς τρέμε Il.21.507
;νεκταρέου ἑᾰνοῦ 3.385
; ἑᾰνῷ ἀργῆτι φαεινῷ ib. 419; ἀμβρόσιον ἑᾰνόν (acc.) 14.178;ἑᾰνῶν πτύχας ἱμεροέντων h.Cer. 176
;λεπταλέῳ ἑᾰνῷ A.R.4.169
;ἑανοῖς χρυσειδέσι Hymn.Is.109
; also with the first syll. long,εἱᾰνοῦ ἁπτομένη Il.16.9
; cf. ἴανον.2 sail,λῦε ἑᾰνοῦ πτέρυγας Lyr.Alex.Adesp.20.9
. [Hom. always makes [pron. full] ᾱ in the Adj., [pron. full] ᾰ in the Subst.; but later poets use [pron. full] ᾱ or [pron. full] ᾰ, as suits the metre, as Orph.A. 877, 1223.] (Cf. ἕννυμι (q.v.); the Subst. has the digamma, Il.14.178, 21.507, whereas the Adj. has not, 18.352, 613, 23.254.) -
12 κάλλος
κάλλος, εος: beauty; κάλλος ἀμβρόσιον, apparently conceived as an unguent, Od. 18.192.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάλλος
См. также в других словарях:
Ἀμβρόσιον — Ἀμβρόσιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβρόσιον — ἀμβρόσιος immortal masc acc sg ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc sg ἀμβρόσιος immortal masc/fem acc sg ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TILPHOSSA — Strab. Tilphusia Apollodoro, fons Boeotiae sub Tilphosio monte labens, ubi Tiresiae vatis sepulchrum est, qui ibi ex aqua frigida epota interiit, teste Aristoph. Pindarus. Μελιγαθὲς ἀμβροσιον ὕδωο Τιλφώςςας ἀπὸ καλλικρην´ου. A feracitate dici… … Hofmann J. Lexicon universale
АМВРОСИЙ — Аврелий [лат. Aurelius Ambrosius] (ок. 339, Августа Треверов, совр. Трир 4.04.397, Медиолан, совр. Милан), свт. (пам. 7 дек.), еп. Медиоланский (с 7.12. 373), один из великих зап. отцов Церкви. Житие Источником сведений о жизни А. являются прежде … Православная энциклопедия