Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμβλῶψ

См. также в других словарях:

  • αμβλώψ — ἀμβλώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αμβλωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + ωψ < ὄψ «μάτι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλώψ — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλῶπας — ἀμβλώψ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλῶπες — ἀμβλώψ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινώψ — (ῶπος), ο, η (Α) (για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»