-
1 αμβλυς
- εῖα -ύ1) тупой, не острый(ὀδόντες Arst.; γωνία Plat.)
ἀμβλὺ θήγειν τι Anth. — наточить что-л. тупое2) тупой, неспособный; вялый, бездеятельный(πρός τι Diod., Plut., Anth., περί и εἴς τι Plut.)
ἀμβλύτερος τέν φύσιν Xen. — менее одаренный от природы3) притупившийся, ослабленный(ὀργή Thuc.)
ἀ. τῇ πρός τινα εὐνοία Plut. — охладевший к кому-л.;ἀ. χέρα Aesch. — искупивший преступление своих рук4) притупляющий, ослабляющий, помрачающий(ὀφθαλμούς Anth.)
-
2 αμβλύς
εία, ύ1) тупой, затупившийся; 2) перен. тупой, притупившийся, слабый; 3) перен. тупой, несообразительный;αμβλύς τον νούν — тупоумный, слабоумный;
4) мат. тупой; тупоугольный
См. также в других словарях:
ἀμβλύς — blunt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμβλέα — ἀμβλύς blunt neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀμβλέᾱ , ἀμβλύς blunt fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀμβλύς blunt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυτέρων — ἀμβλύς blunt fem gen pl ἀμβλύς blunt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυτέρως — ἀμβλύς blunt adverbial ἀμβλύς blunt masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλέων — ἀμβλύς blunt masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀμβλέω̆ν , ἀμβλύς blunt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύ — ἀμβλύς blunt masc voc sg ἀμβλύς blunt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτατον — ἀμβλύς blunt masc acc sg ἀμβλύς blunt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτερον — ἀμβλύς blunt masc acc sg ἀμβλύς blunt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλειῶν — ἀμβλύς blunt fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)