-
1 αμβλωπός
-
2 ἀμβλωπός
-
3 ἀμβλωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλωπός
-
4 αμβλωπόν
-
5 ἀμβλωπόν
-
6 ἀμβλώψ
-
7 ἀχλύς
A ) mist, Od.20.357; elsewh. in Hom. of a mist over the eyes, as of one dying,κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀ. Il.5.696
; as result of ulceration,ἀχλύες Hp.Prorrh.2.20
, cf. Thphr.HP7.6.2, Dsc.2.78 (pl.), Aët.7.27; or in emotion,Ἔρως πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Archil.103
; of drunkenness,πρὸς ὄμμ' ἀ. ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias 6.11
D.; of one whom a god deprives of the power of seeing and knowing others,κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il.20.321
; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν ib. 341, cf. 5.127, 15.668:— personified as Sorrow,πὰρ δ' Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρή, ἀϋσταλέη Hes.Sc. 264
.2 metaph.,δνοφεράν τιν' ἀχλὺν.. αὐδᾶται A.Eu. 379
(lyr.), cf. Pers. 668 (lyr.);ἀχλὺν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀφελεῖν D.C.38.19
;διάνοια ἀχλύος γέμουσα Plu.2.42c
. -
8 ἀμβλύς
Grammatical information: adj.Meaning: `blunt; dim, faint (of sight)' (ion. att.).Derivatives: ἀμβλυώσσω (- ώττω) `be short-sighted' (Hp.), from *ἀμβλυ-ωψ, cf. ἀμβλυ-ωπός, also ἀμβλωπός, ἀμβλῶψ; Schwyzer 733 ζ, Sommer Nominalkomp. 3ff.,Origin: XX [etym. unknown]Etymology: ἀμβλύς can be from *ἀμλ-ύς. The connection with ἀμαλός is a mere guess which explains nothing. Perhaps to ἀμβλ(ακ)ίσκω (not from * h₂mlh₃us with Rix, MSS 27, 1970, 90, which would give *αμαλυς). One also tried to compare ἀμαλδύνω.Page in Frisk: 1,89-90Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμβλύς
См. также в других словарях:
αμβλωπός — ἀμβλωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατη όραση 2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση 3. μτφ. θολός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὤψ «μάτι»] … Dictionary of Greek
ἀμβλωπός — bedimmed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωπόν — ἀμβλωπός bedimmed masc/fem acc sg ἀμβλωπός bedimmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αμβλώψ — ἀμβλώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αμβλωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + ωψ < ὄψ «μάτι»] … Dictionary of Greek