Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμβλυγώνιος

См. также в других словарях:

  • ἀμβλυγώνιος — obtuse angled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] …   Dictionary of Greek

  • αμβλυγώνιος — α, ο αυτός που έχει αμβλεία γωνία: Το τρίγωνο αυτό είναι αμβλυγώνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμβλυγώνιον — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem acc sg ἀμβλυγώνιος obtuse angled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίοις — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίου — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίους — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίων — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγωνίῳ — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγώνια — ἀμβλυγώνιος obtuse angled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυγώνιοι — ἀμβλυγώνιος obtuse angled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»