-
1 ἀμβλυ-γώνιος
ἀμβλυ-γώνιος, stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
-
2 ἀμβλυγώνιος
ἀμβλῠ-γώνιος, ον,A obtuse-angled,τρίγωνα Euc.1.28
, al.; κωνοειδές, κῶνος, Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. -γώνιον, τό, obtuse angle, Plb. 34.6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλυγώνιος
-
3 ἀμβλυγώνιος
ἀμβλυ-γώνιος, stumpfwinklig; der stumpfe Winkel
См. также в других словарях:
ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< … Dictionary of Greek
κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] … Dictionary of Greek
οξυγώνιος — α, ο (Α ὀξυγώνιος, ον) αυτός που έχει οξεία γωνία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες αρχ. το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γωνία (πρβλ. αμβλυ γώνιος] … Dictionary of Greek