Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμβλῠ-γώνιος

См. также в других словарях:

  • ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< …   Dictionary of Greek

  • κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] …   Dictionary of Greek

  • οξυγώνιος — α, ο (Α ὀξυγώνιος, ον) αυτός που έχει οξεία γωνία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες αρχ. το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γωνία (πρβλ. αμβλυ γώνιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»