-
1 αμαλλοδετήρ
-
2 ἀμαλλοδετήρ
-
3 αμαλλοδετηρ
-
4 ἀμαλλοδετήρ
A binder of sheaves, Il.18.553, Aret.SD 2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαλλοδετήρ
-
5 ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλλο-δετήρ, ῆρος (ἄμαλλα, δέω): binder of sheaves. Only in Σ.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμαλλοδετήρ
-
6 ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλλο-δετήρ, ἀμαλλο-δέτης, der Garbenbinder -
7 αμαλλοδετης
- ου ὅ Theocr., Anth. = ἀμαλλοδετήρ См. αμαλλοδετηρ -
8 αμαλλοδέται
ἀμαλλοδέτηςmasc nom /voc plἀμαλλοδέτᾱͅ, ἀμαλλοδέτηςmasc dat sg (doric aeolic)ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc nom /voc plἀμαλλοδέτᾱͅ, ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc dat sg (doric aeolic) -
9 ἀμαλλοδέται
ἀμαλλοδέτηςmasc nom /voc plἀμαλλοδέτᾱͅ, ἀμαλλοδέτηςmasc dat sg (doric aeolic)ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc nom /voc plἀμαλλοδέτᾱͅ, ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc dat sg (doric aeolic) -
10 αμαλλοδέτας
ἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδέτηςmasc acc plἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδέτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc acc plἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ἀμαλλοδέτας
ἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδέτηςmasc acc plἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδέτηςmasc nom sg (epic doric aeolic)ἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc acc plἀμαλλοδέτᾱς, ἀμαλλοδετήρbinder of sheaves: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 αμαλλοδετήρας
-
13 ἀμαλλοδετῆρας
-
14 αμαλλοδετήρες
-
15 ἀμαλλοδετῆρες
-
16 αμαλλοδετήρι
-
17 ἀμαλλοδετῆρι
-
18 αμαλλοδετήρσι
-
19 ἀμαλλοδετῆρσι
-
20 αμαλλοδετήρων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμαλλοδετήρ — ἀμαλλοδετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δετήρ < δῶ ( έω) «δένω»] … Dictionary of Greek
ἀμαλλοδετήρ — binder of sheaves masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρας — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρες — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρι — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρσι — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετήρων — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδέται — ἀμαλλοδέτης masc nom/voc pl ἀμαλλοδέτᾱͅ , ἀμαλλοδέτης masc dat sg (doric aeolic) ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc nom/voc pl ἀμαλλοδέτᾱͅ , ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδέτας — ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδέτης masc acc pl ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδέτης masc nom sg (epic doric aeolic) ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc acc pl ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαλλα — ἄμαλλα, η (Α) 1. δεμάτι από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο 2. σιτάρι 3. το σχοινί με το οποίο δένονται τα χερόβολα, το δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο, που σχηματίζεται από επαυξημένο με λ θέμα τού ρημ. ἀμῶμαι (ἀμῶ ΙΙ* άω) «συγκεντρώνω,… … Dictionary of Greek
αμαλλοδέτης — ἀμαλλοδέτης, ο (AM) ο αμαλλοδετήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δέτης < δῶ ( έω) «δένω»] … Dictionary of Greek