Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἀμαλλοδετήρ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
αμαλλοδετήρ — ἀμαλλοδετήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δετήρ < δῶ ( έω) «δένω»] … Dictionary of Greek
ἀμαλλοδετήρ — binder of sheaves masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρας — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρες — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρι — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετῆρσι — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδετήρων — ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδέται — ἀμαλλοδέτης masc nom/voc pl ἀμαλλοδέτᾱͅ , ἀμαλλοδέτης masc dat sg (doric aeolic) ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc nom/voc pl ἀμαλλοδέτᾱͅ , ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλλοδέτας — ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδέτης masc acc pl ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδέτης masc nom sg (epic doric aeolic) ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc acc pl ἀμαλλοδέτᾱς , ἀμαλλοδετήρ binder of sheaves masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαλλα — ἄμαλλα, η (Α) 1. δεμάτι από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο 2. σιτάρι 3. το σχοινί με το οποίο δένονται τα χερόβολα, το δέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο, που σχηματίζεται από επαυξημένο με λ θέμα τού ρημ. ἀμῶμαι (ἀμῶ ΙΙ* άω) «συγκεντρώνω,… … Dictionary of Greek
αμαλλοδέτης — ἀμαλλοδέτης, ο (AM) ο αμαλλοδετήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλλα* «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + δέτης < δῶ ( έω) «δένω»] … Dictionary of Greek