-
1 αλίγκιος
-
2 ἀλίγκιος
-
3 αλιγκιος
-
4 ἀλίγκιος
A resembling, like,ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401
;ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174
; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5;σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168
;ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr. 449
;ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356
, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλίγκιος
-
5 ἀλίγκιος
ἀλίγκιος: like, resembling.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλίγκιος
-
6 ἀλίγκιος
Grammatical information: adj.Meaning: `like, resembling' (Il.).Other forms: More frequent is ἐναλίγκιος.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. One compares OCS lice `face, cheek'; uncertain. The ἀ- has been interpreted as the zero grade of ἐν- (Schwyzer 433); also Strömberg Greek Prefix Studies 120ff. For the possible function of ἐν- Schwyzer 436. Against Seiler, KZ 7 (1957) 11-16, s. Beekes 1969, 25ff. Note that an IE root cannot have the structure * lein(k)-.Page in Frisk: 1,73Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλίγκιος
-
7 προς-αλίγκιος
προς-αλίγκιος, ähnlich, Nic. Ther. 739, nach Schneider für παναλίγκιος.
-
8 παν-αλίγκιος
παν-αλίγκιος, ganz ähnlich, Nic. Th. 739, v. l. προςαλίγκιος.
-
9 ἀν-αλίγκιος
ἀν-αλίγκιος, unähnlich, Hesych.
-
10 ἐν-αλίγκιος
ἐν-αλίγκιος, auch ἐναλιγκίη, Ap. Rh. 3, 857 u. öfter, ähnlich, gleich; τινί, Il. 5, 5; ἄνδρα ϑεοῖς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα Od. 13, 89; ϑεοῖς ἐν. αὐδήν 1, 371, wie Hes. Sc. 88; χεῖρας Ἄρεϊ Pind. I. 7, 37; Parmen. bei Plat. Soph. 244 e u. sp. D.
-
11 αλίγκιον
-
12 ἀλίγκιον
-
13 ΕἾΔος
ΕἾΔος, τό (s. ΕἼΔΩ), das in die Augen Fallende; – 1) Ansehen, Gestalt; Δύςπαρι, εἶδος ἄριστε Il. 3, 39; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεϑός τε φυήν τ' ἄγχιστα ὲῴκει, glich ihm an Gestalt, Größe u. Wuchs, 2, 57; εἶδος ἀγητός, κακός, ἀλίγκιος, 21, 316, der βίη entgegenstehend, mehr schöne Gestalt, wie Od. 17, 454 οὐκ ἄρα σοί γ' ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν; Her. παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους 8, 105; vgl. 1, 199; οὔτ' εἶδος, οὔ. τε ϑυμόν, οὕϑ' ὅπλων σχέσιν μωμητός Aesch. Spt. 489; ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε; Soph. El. 1168, wie sonst δέμας umschreibend. So auch in Prosa; τὸ τοῦ σώματος εἶδος Plat. Tim. 53 c; τόγε εἶδος ὁμοῖος εἶ τούτοις Conv. 715 b; ἀλλάττειν τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Rep. II, 380 d; τοὺς τὰ εἴδη βελτίστους Xen. Cyr. 4, 5, 57. Von Thieren, vom Hunde, εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε ϑέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε Od. 17, 308; ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα, bunt von Ansehen, Her. 3, 107; vgl. Xen. Cyn. 3, 3. 4, 2. – 2) Bei Arist. u. sp. Philosophen die Form, der Materie, ὕλη, entgegengesetzt, phys. ausc. 2, 1. 4, 1; Plut. öfter. Bei Plat. die Idee, das Urbild der Dinge im Geiste, dah. τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Conv. 210 b. – 3) Beschaffenheit, Art, τῶν παιγνιέων τὰ εἴδεα Her. 1, 94; εἶδος νόσου Thuc. 2, 50; τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα 3, 82; Art des Verfahrens, 6, 77. 8, 56; εἰς εἶδος τιάρας, nach Art einer Tiara, Hdn. 5, 5, 4. Dah. die Art, Gatt ung, εἶδος γάρ πού τι ἓν ἕκαστον εἰώϑαμεν τίϑεσϑαι περὶ ἕκαστα τὰ πολλά, οἷς ταὐτὸν ὄνομα ἐπιφέρομεν Rep. X, 576 a; Species, im Ggstz des γένος oft bet Plat.; αὐτὰ τὰ γένη τε καὶ εἴδη Parm. 129 c; ὅτι καὶ ἀνϑρώπων εἴδη τοσαῠτα ἀνάγκη τρόπων εἶναι ὅσαπερ καὶ πολιτειῶν Rep. VIII, 544 d; δύο τῆς κατηγορίας εἴδη λέλειπται Aesch. 1, 116.
-
14 εναλιγκιος
-
15 αλιγκίου
-
16 ἀλιγκίου
-
17 αλίγκια
-
18 ἀλίγκια
-
19 αλίγκιε
-
20 ἀλίγκιε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλίγκιος — ἀλίγκιος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση τής λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που… … Dictionary of Greek
ἀλίγκιος — resembling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκιον — ἀλίγκιος resembling masc/fem acc sg ἀλίγκιος resembling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιγκίου — ἀλίγκιος resembling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκια — ἀλίγκιος resembling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκιε — ἀλίγκιος resembling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκιοι — ἀλίγκιος resembling masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лик — I I., род. п. а, ликовать, ликую, укр. лик толпа, собрание , ликувати ликовать , блр. лiковаць, др. русск., ст. слав. ликъ χορός (Еuсh. Sin.; Супр.), болг. лик хор . Заимств. из гот. laiks танец , laikan скакать, прыгать , др. исл. leikr игра , д … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
προσαλίγκιος — ον, Α όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»] … Dictionary of Greek