Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλάστορος

См. также в других словарях:

  • αλάστορος — ἀλάστορος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση τού κακού δαίμονα, που απαιτεί εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επίθ. ἀλἀστωρ*. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαστορία] …   Dictionary of Greek

  • ἀλάστορος — under influence of an masc/fem nom sg ἀλάστωρ avenging spirit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλάστορος — Ἀλάστωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορον — ἀλάστορος under influence of an masc/fem acc sg ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαστόροισιν — ἀλάστορος under influence of an masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαστόρων — ἀλάστορος under influence of an masc/fem/neut gen pl ἀλάστωρ avenging spirit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορα — ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc pl ἀλάστωρ avenging spirit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλάστορ' — ἀλάστορα , ἀλάστορος under influence of an neut nom/voc/acc pl ἀλάστορε , ἀλάστορος under influence of an masc/fem voc sg ἀλάστορα , ἀλάστωρ avenging spirit masc acc sg ἀλάστορι , ἀλάστωρ avenging spirit masc dat sg ἀλάστορε , ἀλάστωρ avenging… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαστορία — ἀλαστορία, η (Α) [ἀλάστορος] 1. η τιμωρός εκδίκηση τού υπέρτατου όντος 2. κακία, πονηρία, ανοσιότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»