Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀλπ-

См. также в других словарях:

  • Αλπ Αρσλάν — (1029 – 1072). Δεύτερος σουλτάνος (1059 72) της τουρκικής δυναστείας των Σελτζουκιδών της Περσίας, δισέγγονος του ιδρυτή της Σελτζούκ και ανιψιός του πρώτου σουλτάνου του κράτους, Τογρούλ μπέη. Το πλήρες όνομά του ήταν Μεχμέτ μπιν Νταούτ (ή… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …   Dictionary of Greek

  • Μαντζικέρτ, μάχη του- — Μάχη (1071) μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στην αρμενική πόλη του Μ., κοντά στη λίμνη Βαν. Ηγέτης του βυζαντινού στρατου ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 1071) και των Τούρκων ο Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να τον νικήσει… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …   Dictionary of Greek

  • άλπνιστος — ἄλπνιστος, η, ον (Α) (υπερθ. τού επιθ. *ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ πνος) γλυκύτατος, φίλτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα ν ) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ < *Fαλπ,… …   Dictionary of Greek

  • αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • Ακτσέ-Κοτζά — (14ος αι.). Οθωμανός στρατηγός. Συνέβαλε μαζί με τον Κονούρ Αλπ, τον Αμπντούλ Ραχμάν και τον Μιχαήλ Κιοσέ στην καθυπόταξη της Μικράς Ασίας στους Οθωμανούς. Επί σουλτάνου Ορχάν κατέλαβε τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στο Σαγγάριο και με δόλο τη… …   Dictionary of Greek

  • Αλυάτης, Θεόδωρος — (11oς αι.).Βυζαντινός στρατηγός της εποχής του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη. Πήρε μέρος στην εκστρατεία των Βυζαντινών εναντίον των Τούρκων, κατά την οποία οι Βυζαντινοί νικήθηκαν από τον Αλπ Αρσλάν κοντά στο Μανζικέρτ και ο Ρωμανός… …   Dictionary of Greek

  • Ισαάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Ι. Κομνηνός (11ος αι.). Στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δευτερότοκος γιος του Ιωάννη Κομνηνού και αδελφός του αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Όταν ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»