Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλοιδόρητος

См. также в других словарях:

  • ἀλοιδόρητος — unreviled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοιδόρητος — η, ο (Α ἀλοιδόρητος, ον) [λοιδορῶ] αυτός που δεν λοιδορήθηκε, δεν υβρίστηκε αρχ. 1. αυτός που δεν λοιδορεί, δεν υβρίζει 2. άμεμπτος, αψεγάδιαστος …   Dictionary of Greek

  • αλοιδόρητος — η, ο αυτός που δε λοιδορήθηκε, δε βρίστηκε: Δεν άφηνε κανέναν αλοιδόρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλοιδορήτως — ἀλοιδόρητος unreviled adverbial ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδόρητον — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem acc sg ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδορήτου — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδορήτων — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδόρητα — ἀλοιδόρητος unreviled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλοιδόρητοι — ἀλοιδόρητος unreviled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆԹՇՆԱՄԱՆԵԼԻ — ( ) NBH 1 0151 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Ազատ ʼի թշնամանաց, կամ ʼի լուտանաց. ἁλοιδόρητος անպարսաւ. անստգտանելի. *Որ զանթշնամանելին թշնամանէ, մխիթարութիւն ոչ կարէ գտանել ախտին. Բրս. բարկ.: *Եւ այսպէս եղիցի անթշնամանելի. Պտմ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»