-
1 άλογ'
-
2 ἄλογ'
-
3 ἀλογέω
A pay no regard to thing,εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται, ἀλλ' ἀλογήσει Il.15.162
: c. gen.,δίκης Democr.174
;πάσης συμβουλίης Hdt.3.125
;τῶν ἐντολέων Id.8.46
: abs., ib. 116: c. acc., Procop. Pers.1.4, al.; insult, PTeb.138 (ii B. C.):—[voice] Pass., to feel slighted, Cic. Att.12.3.3.2 to be unreasonable, Phld.Ir.p.34 W.II [voice] Pass., to be disregarded, D.L.1.32; commit an indiscretion, be misled, miscalculate,Plb.
8.36.4, cf. 28.9.8.2 to be out of one's senses, Luc.Ocyp. 143; ἠλογημένη 'nonplussed', Alciphr.2.1;ἠ. ψυχή Hierocl. in CA 12p.446M.
3 Gramm., to be irregularly formed, A.D.Adv.162.18, al., EM405.34, etc. -
4 ἀλόγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλόγημα
-
5 ἀλογητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλογητέον
-
6 ἀλόγητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλόγητος
-
7 ἀλογί
-
8 ἀλογία
A want of respect or regard, ἀλογίην εἶχον τοῦ χρηστηρίου took no heed of it, Hdt.4.150; ἐν ἀλογίῃ ἔχειν orποιεῖσθαί τι 6.75
, 7.226:—in 2.141 ἐν ἀλογίῃσι ἔχειν παραχρησάμενον τῶν Αἰγυπτίων, gen. is anacoluthon (as if ἀλογίην ἔχειν τῶν Αἰγ.) ; ἀλογίης ἐγκυρῆσαι to be disregarded, 7.208 codd.:—this sense is [dialect] Ion. and late Prose,ἐν ἀλογίᾳ ποιεῖσθαί τι Procop.Pers.1.2
, al.2 [dialect] Att., want of reason, absurdity, opp. λόγος, Pl.Tht. 207c, cf. 199d, Phd. 67e, D.23.168;πολλὴ ἀ. τῆς διανοίας Th.5.111
; concrete, the irrational part of the soul, Porph.Abst.1.42.3 confusion, disorder, Plb.15.14.2;τύχη ἐν ἀλογίᾳ κειμένη Plot.6.8.17
:—speechlessness, amazement, Plb. 36.7.4.4 indecision, doubt, Paus.7.17.6.5 Rhythm., irrationality, relation of time-elements which cannot be expressed by a simple ratio, Aristox.Rhyth.2.20. -
9 ἀλογίζομαι
ἀλογ-ίζομαι, Dep.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλογίζομαι
-
10 ἀλογίου
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλογίου
-
11 αλογωδης
См. также в других словарях:
ἄλογ' — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl ἄλογε , ἄλογος without masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπανάρης — και καμπανάρος, ο (Μ καμπανάρης) 1. κωδωνοκρούστης, ιδίως μοναστηριού 2. γεν. νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρης*, πρβλ. αλογ άρης, τραπεζ άρης ο τ. καμπανάρος από μεταπλασμό τού καμπανάρης κατά τα ουσ. σε ος] … Dictionary of Greek
κοτήσιος — α, ο αυτός που προέρχεται από κότα («κοτήσια αβγά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αλογ ήσιος, αρν ήσιος)] … Dictionary of Greek
φιδήσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι 2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί») β) ελικοειδής («φιδήσιος δρόμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αλογ ήσιος)] … Dictionary of Greek