Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλλό-κοτος

См. также в других словарях:

  • νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • αλλόκοτος — η, ο (Α ἀλλόκοτος, ον) ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης αρχ. φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη «ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + κότος «οργή, έχθρα,… …   Dictionary of Greek

  • παλίγκοτος — παλίγκοτος, ον (Α) 1. (για νέα έκρηξη πάθους) κακός, επίμονος (α. «πῆμα θνάσκει παλίγκοτον», Πίνδ. β. «κληδόναι παλίγκοτοι» επιβλαβείς φήμες, Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός («ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ ὑπερόπτης», Θεόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»