-
1 αλλοτριότης
-
2 ἀλλοτριότης
-
3 ἀλλοτριότης
-
4 αλλοτριοτης
- ητος ἥ1) отсутствие близких отношений, отчужденность Plat., Plut.2) недружелюбие, враждебность(πρός τινα Plat., Dem., Polyb.)
-
5 ἀλλοτριότης
A derivativeness, opp. οἰκειότης, Plt.261a; estrangement, Arist.Pol. 1311b15;τινὸς πρός τινα Pl.Ep. 318d
, cf. Decr. ap. D.18.165, Plb.38.12.3.2 unattractiveness, of style, Phld. Po.994.6,37.II qualitative difference, Epicur.Nat.11.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοτριότης
-
6 ἀλλοτριότης
ἀλλοτριότης, das Fremdsein, gew. Entfremdung, Abgeneigtheit -
7 ἀλλοτριότης
-τητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 PSal 17,13 -
8 προς-κοπή
προς-κοπή, ἡ, = πρόσκομμα, Suid.; Anstoß, Beleidigung, Unwille, ἐφ' οἷς μὲν φϑόνου γενομένου καὶ προςκοπῆς, Pol. 6, 7, 8, u. öfter; τοιαύτη τις ὑπέδραμε προςκοπὴ καὶ μῖσος κατὰ τῶν προειρημένων, 30, 20, 8; καὶ ἀλλοτριότης, 31, 18, 4; Plut. u. a. Sp.
-
9 προσκοπη
Iἥ [προσκοπέω] разведкаIIἥ [προσκόπτω]1) враждебность, неприязнь(π. καὴ ἀλλοτριότης Polyb.)
2) неприятность, досада -
10 αλλοτριότησιν
-
11 ἀλλοτριότησιν
-
12 αλλοτριότητα
-
13 ἀλλοτριότητα
-
14 αλλοτριότητας
-
15 ἀλλοτριότητας
-
16 αλλοτριότητι
-
17 ἀλλοτριότητι
-
18 αλλοτριότητος
-
19 ἀλλοτριότητος
-
20 προσκοπή
προ-σκοπή (A), ἡ,------------------------------------A offence taken, φθόνος καὶ π. Plb.6.7.8;π. καὶ μύσος Id.30.29.7
; πρός τινα ἀλλοτριότης καὶ π. Id.31.10.4, cf. Phld.Po.Herc.994.38, D.S.31.17; νοσήματα κατὰ προσκοπὴν γινόμενα, i.e. antipathies, Chrysipp.Stoic.3.102;προσκοπῆς ἄξιος S.E. M.1.195
: but μηδεμίαν π. διδόναι give no cause of offence, 2 Ep.Cor. 6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκοπή
См. также в других словарях:
αλλοτριότης — ἀλλοτριότης ( ητος), η (Α) [ἀλλότριος] 1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση 2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια 3. διάσταση, φιλονικία 4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας 5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν … Dictionary of Greek
ἀλλοτριότης — derivativeness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριότησιν — ἀλλοτριότης derivativeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριότητα — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριότητας — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριότητι — ἀλλοτριότης derivativeness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοτριότητος — ἀλλοτριότης derivativeness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek