-
1 αλλοτριότητα
-
2 ἀλλοτριότητα
-
3 αλλοτριότητα
[-ης (-εως)] η1) отчуждённость, чуждость; 2) отчуждение (имущества); 3) отвращение, неприязнь -
4 διεμπιπτω
(aor. διέμπεσον) попадать, оказываться
См. также в других словарях:
ἀλλοτριότητα — ἀλλοτριότης derivativeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)