-
1 αλληλουχία
ἀλληλουχίᾱ, ἀλληλουχίαholding together: fem nom /voc /acc dualἀλληλουχίᾱ, ἀλληλουχίαholding together: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀλληλουχίᾱͅ, ἀλληλουχίαholding together: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀλληλουχία
Βλ. λ. αλληλουχία -
3 ἀλληλουχίᾳ
Βλ. λ. αλληλουχία -
4 ἀλληλουχία
ἀλληλ-ουχία, ἡ,A holding together, conjunction, Longin.36.4; coherence,Epicur.Nat.2.993.5; continuity, opp. παράθεσις, Theol.Ar.4 ; τάξις καὶ ἀ. Procl.Inst.97, cf. Dam.Pr. 85 ;κόσμου Iamb.Protr.21
.ιζ; close texture, consistency, Gal.14.12 ;κτηδόνων Dsc.5.127
; mutual support, of words in composition, D.H. Comp.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλληλουχία
-
5 αλληλουχία
sequenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλληλουχία
-
6 αλληλουχίας
ἀλληλουχίᾱς, ἀλληλουχίαholding together: fem acc plἀλληλουχίᾱς, ἀλληλουχίαholding together: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀλληλουχίας
ἀλληλουχίᾱς, ἀλληλουχίαholding together: fem acc plἀλληλουχίᾱς, ἀλληλουχίαholding together: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 αλληλουχίαι
-
9 ἀλληλουχίαι
-
10 αλληλουχίαν
-
11 ἀλληλουχίαν
-
12 αλληλουχίη
-
13 ἀλληλουχίῃ
См. также в других словарях:
ἀλληλουχία — ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc/acc dual ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλουχίᾳ — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλουχία — η 1. ημεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, που εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, συνοχή και ακολουθία: Υπάρχει αλληλουχία στις διάφορες μεταμορφώσεις της κάμπιας. 2. αιτιώδης σχέση ή εξάρτηση: Εκθέτει τις ιδέες του χωρίς λογική αλληλουχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλουχία — Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200 250… … Dictionary of Greek
ἀλληλουχίας — ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem acc pl ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλουχίαι — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλουχίαν — ἀλληλουχίᾱν , ἀλληλουχία holding together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλληλουχίῃ — ἀλληλουχία holding together fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… … Dictionary of Greek