Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἀλληλουχίᾳ

  • 1 chain

    [ ein] 1. noun
    1) (a series of (especially metal) links or rings passing through one another: The dog was fastened by a chain; She wore a silver chain round her neck.) αλυσίδα
    2) (a series: a chain of events.) αλληλουχία
    2. verb
    (to fasten or bind with chains: The prisoner was chained to the wall.)
    - chain store

    English-Greek dictionary > chain

  • 2 sequence

    ['si:kwəns]
    (a series of events etc following one another in a particular order: He described the sequence of events leading to his dismissal from the firm; a sequence of numbers; a dance sequence.) σειρά,αλληλουχία

    English-Greek dictionary > sequence

  • 3 train

    I [trein] noun
    1) (a railway engine with its carriages and/or trucks: I caught the train to London.) τρένο
    2) (a part of a long dress or robe that trails behind the wearer: The bride wore a dress with a train.) ουρά φορέματος
    3) (a connected series: Then began a train of events which ended in disaster.) σειρά / αλληλουχία γεγονότων
    4) (a line of animals carrying people or baggage: a mule train; a baggage train.) πομπή
    II [trein] verb
    1) (to prepare, be prepared, or prepare oneself, through instruction, practice, exercise etc, for a sport, job, profession etc: I was trained as a teacher; The race-horse was trained by my uncle.) εκπαιδεύω / -ομαι, γυμνάζω / -ομαι, προπονώ / -ούμαι
    2) (to point or aim (a gun, telescope etc) in a particular direction: He trained the gun on/at the soldiers.) στρέφω, σκοπεύω
    3) (to make (a tree, plant etc) grow in a particular direction.) κατευθύνω
    - trainee
    - trainer
    - training

    English-Greek dictionary > train

  • 4 sequence

    1) αλληλουχία
    2) διαδοχή
    3) σειρά

    English-Greek new dictionary > sequence

См. также в других словарях:

  • ἀλληλουχία — ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc/acc dual ἀλληλουχίᾱ , ἀλληλουχία holding together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίᾳ — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλουχία — η 1. ημεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, που εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, συνοχή και ακολουθία: Υπάρχει αλληλουχία στις διάφορες μεταμορφώσεις της κάμπιας. 2. αιτιώδης σχέση ή εξάρτηση: Εκθέτει τις ιδέες του χωρίς λογική αλληλουχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλουχία — Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200 250… …   Dictionary of Greek

  • ἀλληλουχίας — ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem acc pl ἀλληλουχίᾱς , ἀλληλουχία holding together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίαι — ἀλληλουχίᾱͅ , ἀλληλουχία holding together fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίαν — ἀλληλουχίᾱν , ἀλληλουχία holding together fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλληλουχίῃ — ἀλληλουχία holding together fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ — (DNA). Μακρομόριο που υπάρχει σε κάθε ζωντανό οργανισμό (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ιών) και έχει σπουδαίο βιολογικό ρόλο, γιατί διατηρεί και μεταφέρει γενετικές πληροφορίες σχετικά με τη δομή, την εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»