-
1 αλκυων
-
2 Αλκυων
- όνος ἥ Алкиона или Альциона (дочь Эола, жена Кепка - Κήϋξ - превратившаяся после смерти мужа в зимородка) Luc. -
3 γηροφορεω
носить на себе престарелых родителей(ἥ ἁλκυὼν γηροφορεῖ καὴ γηροτροφεῖ Plut.)
-
4 πολυθρηνος
-
5 πολυπενθης
21) глубоко опечаленный, удрученный горем, скорбящий(ἀλκυών, θυμός Hom.)
2) весьма тяжелый, мучительный(μόρος Aesch.)
См. также в других словарях:
ἁλκυών — ἀλκυών , ἀλκυών kingfisher fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυών — kingfisher fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκυών — η (Α ἀλκυών) βλ. αλκυόνα … Dictionary of Greek
αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… … Dictionary of Greek
ἀλκυόνα — ἀλκυών kingfisher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνας — ἀλκυών kingfisher fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνες — ἀλκυών kingfisher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνεσσι — ἀλκυών kingfisher fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνι — ἀλκυών kingfisher fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνος — ἀλκυών kingfisher fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνων — ἀλκυών kingfisher fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)