-
1 μορος
ὅ1) участь, жребий, судьба (преимущ. несчастная)ὑπὲρ μόρον Hom. — судьбе вопреки
2) кончина, смерть (преимущ. насильственная)(θάνατός τε μ. Hom.)
σωτέρ ἢ μ. ; Aesch. — спасение или смерть?; -
2 Μορος
-
3 αιματηφορος
-
4 αινομορος
-
5 αιφνιδιος
-
6 αλεξιμορος
2отвращающий смертьτρισσοὴ ἀλεξιμοροι (sc. θεοί) Soph. — три бога, хранящие от (безвременной) смерти, т.е. Аполлон, Артемида и Афина
-
7 αλιξαντος
-
8 απροιδης
-
9 ατιμος
21) малоценный, дешевый Diod.ἀτιμότερον γενέσθαι Xen. — подешеветь
2) неоплаченный, безвозмездныйοἶκόν τινος ἄτιμον ἔδμεναι Hom. — грабить чьё-л. состояние
3) безнаказанный4) неотмщенныйοὐκ ἄτιμοι ἐκ θεῶν τεθνήξομεν (pl. = sing.) Aesch. — боги не оставят мою смерть без отмщения
5) неуважаемый, непочитаемый, презираемый(τινι и ἔκ τινος Soph.)
6) недостойный, нестоящий(τινος Soph.)
χάρις οὐκ ἄ. πόνων Aesch. — достойная трудов награда7) юр. пораженный в правах Her., Dem., Arph.ἄ. γερῶν Thuc. — лишенный особых прав или привилегий;
ἄ. τῆς πόλεως Lys. — лишенный гражданских прав8) бесславный, позорный(μόρος Aesch.)
9) позорящий, постыдный(ἔργα, πληγή Plat.)
-
10 γεωμορος
дор. γᾱμόρος, Anth. γειομόρος ὅ(Θησεὺς) πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὐπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Plut. Тесей, впервые разделивший (аттическое население) на эвпатридов, землевладельцев и ремесленников
2) (в дор. государствах и областях) геомор, крупный землевладелец, pl. землевладельческая знать Aesch., Her., Thuc. -
11 δορικανης
-
12 δυσκλεης
поэт. тж. δυσκλής 21) лишенный славы2) бесславный, позорный(μόρος Aesch.)
3) обесславленный, покрытый позором (sc. Οἰδίπους Soph.; ὄνομα Eur.; sc. ἄνδρες Xen.) -
13 δυσμορος
-
14 εμμορος
-
15 θανασιμος
21) смертный, сулящий смерть(μόρος Eur.; τύχαι Aesch.)
2) смертельный, губительный, убийственный(φάρμακα Eur., Plut.; νόσημα Plat., Arst.)
3) ядовитый(δήγματα Arst.; θηρία Polyb.; θανάσιμόν τι πίνειν NT.)
θανάσιμα δάκνειν Diod. — причинить смертельный укус4) несущий или причинивший смерть(χείρωμα Soph.; πέσημα Soph.; βλάβη Plat.)
5) смертоносный(πέπλος, sc. Νέσσου Soph.; βέλος Plut.)
6) вызванный (чьей-л.) смертью, проникнутый скорбью об умершем(γόος Aesch.)
7) близкий к смерти, умирающийἤδη θ. Plat. — он уже умирает
8) умерший, мертвыйθανάσιμον ἀνδρὸς αἷμα Aesch. — кровь убитого;
Ἅιδου θανάσιμοι οἰκήτορες Soph. — усопшие жители Гадеса -
16 θανατοεις
-
17 θεομορος
дор. θεύμορος 21) ниспосланный богами, дарованный божеством(ἀοιδαί, γάμου γέρας Pind.)
2) взысканный богами(Ἀρκεσίλας Pind.)
-
18 θεσφατος
-
19 ισομορος
21) имеющий одинаковую судьбу(ἰ. καὴ ὁμῆ πεπρωμένος αἴσῃ Hom.)
2) равныйἀραχναίοις νήμασιν ἰ. Anth. — тонкий как паутина
-
20 καμμορος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μόρος — fate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρος — ο (ΑΜ μόρος) μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο αρχ. 1. όλεθρος, θάνατος 2. νεκρός, πτώμα 3. μονάδα μέτρησης επιφανειών στη Λοκρίδα και στην Μυτιλήνη 4. ως κύριο όν. ὁ Μόρος μυθικό πρόσωπο, ο γιος τής Νύκτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
Μόρος — ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος) Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro] … Dictionary of Greek
μόρε — μόρος fate masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροι — μόρος fate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρους — μόρος fate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] … Dictionary of Greek
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
πρόσμορος — ον, Α ο καταδικασμένος από τη μοίρα σε θλίψη και δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μορος (< μόρος «μοίρα»), πρβλ. έμ μορος] … Dictionary of Greek
ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] … Dictionary of Greek