-
1 королёк
1. (птица) το βασιλοπούλι, η αλκυών 2. (сорт апельсина) το (πορτοκάλι) σαγκουίνι (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > королёк
-
2 зимородок
зимородокм (птица) ἡ ἀλκυών, ἡ ἀλκυώνα, τό θαλασσοπούλι, ὁ ψαροφάγος. -
3 зимородок
[ζιμαρόντακ] ουσ. α. αλκυών -
4 зимородок
[ζιμαρόντακ] ουσ α αλκυών -
5 зимородок
-дка α. αλκυών, ψαροφάγος, βα-σιλοπούλι, μπιρμπίλι της θάλασσας. -
6 королёк
-лька α.1. βασιλίσκος, βασιλιάς μικρού κράτους.2. πορτοκάλι σαγκουίνι.3. βασιλοπούλι, ψαροφάγος, αλκυών. -
7 King-fisher
subs.Ar. ἀλκυών, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > King-fisher
См. также в других словарях:
ἁλκυών — ἀλκυών , ἀλκυών kingfisher fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυών — kingfisher fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκυών — η (Α ἀλκυών) βλ. αλκυόνα … Dictionary of Greek
αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… … Dictionary of Greek
ἀλκυόνα — ἀλκυών kingfisher fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνας — ἀλκυών kingfisher fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνες — ἀλκυών kingfisher fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνεσσι — ἀλκυών kingfisher fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνι — ἀλκυών kingfisher fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνος — ἀλκυών kingfisher fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνων — ἀλκυών kingfisher fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)