-
1 ἀλιτηρι-ώδης
ἀλιτηρι-ώδης, ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.
-
2 ἀλιτηριώδης
1 ἀλιτηρι-ώδης
ἀλιτηρι-ώδης, ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.
2 ἀλιτηριώδης