-
1 νυχη-βόρος
νυχη-βόρος, Nachts fressend, Nic. Ther. 446, v. l. μυχηβόρος.
-
2 νυχηβόρος
-
3 ἀλιτηρι-ώδης
ἀλιτηρι-ώδης, ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.
1 νυχη-βόρος
νυχη-βόρος, Nachts fressend, Nic. Ther. 446, v. l. μυχηβόρος.
2 νυχηβόρος
3 ἀλιτηρι-ώδης
ἀλιτηρι-ώδης, ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.