Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀλευρίτης

См. также в других словарях:

  • ἀλευρίτης — of wheaten flour masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • αλευρίτης — ο δέντρο των τροπικών χωρών, από τους καρπούς του οποίου βγαίνει ένα είδος ελαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλευρίται — ἀλευρίτης of wheaten flour masc nom/voc pl ἀλευρίτᾱͅ , ἀλευρίτης of wheaten flour masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλευριτέλαιο — Λιπαρό έλαιο που παράγεται από τα σπέρματα του φυτού αλευρίτης. Έχει ανοιχτοκίτρινο χρώμα, έντονη οσμή, καυστική γεύση και στερεοποιείται στους 15°C. Είναι δυσδιάλυτο στην απόλυτη αλκοόλη και διαλύεται εύκολα στον πετρελαϊκό αιθέρα, στον αιθέρα… …   Dictionary of Greek

  • ἀλευρίτας — ἀλευρίτᾱς , ἀλευρίτης of wheaten flour masc acc pl ἀλευρίτᾱς , ἀλευρίτης of wheaten flour masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»